Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρισύλλαβος -η -ο [trisílavos] Ε5 : που έχει τρεις συλλαβές: H λέξη μαχαίρι είναι τρισύλλαβη. || (ως ουσ.) το τρισύλλαβο, λέξη με τρεις συλλαβές.
[λόγ. < ελνστ. τρισύλλαβος]