Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρισκατάρατος -η -ο [triskatáratos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. ιδιαίτερα μισητό. || (ως ουσ.) ο τρισκατάρατος, ο σατανάς, ο διάβολος.
[αρχ. τρισκατάρατος]