Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρισκατάρατος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρισκατάρατος -η -ο [triskatáratos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. ιδιαίτερα μισητό. || (ως ουσ.) ο τρισκατάρατος, ο σατανάς, ο διάβολος.

[αρχ. τρισκατάρατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες