Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρισεκατομμύριο [trisekatomírio] Ε (βλ. Ο42) αριθμτ. απόλ. : 1α. που δηλώνει ένα σύνολο από ένα τρισεκατομμύριο (1.000.000.000.000) μονάδες: Δύο τρισεκατομμύρια δραχμές. Tρισεκατομμύρια μόρια. β. (συνήθ. πληθ.) για μεγάλο, άπειρο πλήθος, αριθμό. || αντί του τακτικού τρισεκατομμυριοστός. 2. (ως ουσ.) το τρισεκατομμύριο, ο αριθμός και το σύμβο λό του· τρις: Tο χρέος ανέρχεται σε ένα ~.
[λόγ. τρισ- + εκατομμύριον μτφρδ. γαλλ. trillion < tri- = τρι- 1 κατά το billion = δισεκατομμύριο]