Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρισδιάστατος -η -ο [trizδiástatos] Ε5 : που έχει τρεις διαστάσεις, δηλαδή μήκος, πλάτος, ύψος: ~ χώρος. || Εικόνα τρισδιάστατη / τρισδιάστα το φιλμ, με προοπτικό βάθος.
[λόγ. τρισ- + διάστα(σις) -τος μτφρδ. γαλλ. à trois dimensions ή γερμ. dreidimensional]