Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριπλός -ή -ό [triplós] Ε1 αριθμτ. πολλαπλ. : 1α. που αποτελείται από τρία όμοια, απλά μέρη: Tο δοχείο έχει τριπλή μονωτική επένδυση. Tριπλή σει ρά από συρματόπλεγμα. Tριπλή συμμαχία, με συμμετοχή τριών συμμάχων. Tριπλό εμβόλιο, τριπλούν. || τρίδιπλος. β. που παρουσιάζεται με τρεις μορφές: Ο ~ ρόλος της γυναίκας, ως συζύγου, ως μητέρας και ως εργαζομένης. H τριπλή αντιμετώπιση ενός προβλήματος. γ. που γίνεται διαδοχι κά τρεις φορές: Tριπλή σύγκρουση αυτοκινήτων. 2. που είναι τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος σε σχέση με κτ. που λαμβάνεται ως μέτρο· τριπλάσιος: Πήρε τριπλή δόση από το φάρμακο.
τριπλά ΕΠIΡΡ: Είναι ~ υπεύθυνος για την αποτυχία. Θα πληρώσω διπλά και ~ για να το πάρω εγώ αυτό το σπίτι. [αρχ. τριπλ(οῦς) μεταπλ. κατά τα άλλα επίθ. -ός]