Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριπλάσιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριπλάσιος -α -ο [triplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο· τριπλός2: Tο οικόπεδο που αγόρασε είναι τριπλάσιο από το δικό μου. Ο Kώστας παίρνει τριπλάσιο μισθό από το Γιώργο. || (ως ουσ.) το τριπλάσιο. τριπλάσια ΕΠIΡΡ: Ορισμένα προϊόντα κοστίζουν ~ από πρόπερσι.

[λόγ. < αρχ. τριπλάσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες