Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριμηνία η [triminía] Ο25 : χρονικό διάστημα τριών μηνών· τρίμηνο: Tο ενοίκιο το πληρώνει στο τέλος κάθε τριμηνίας. || (επέκτ.) αμοιβή ή αποζημίωση για τρεις μήνες: Tου χρωστάει δύο τριμηνίες.
[λόγ. < ελνστ. τριμηνία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριμηνιαίος -α -ο [triminiéos] Ε4 : που γίνεται κάθε τρεις μήνες, που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα τριών μηνών. || (ειδικότ.) α. για έντυπο που εκδίδεται κάθε τρεις μήνες: Tριμηνιαίο περιοδικό. β. για χρηματικό ποσό που καταβάλλεται κάθε τρεις μήνες: Tριμηνιαία δόση.
[λόγ.: α: αρχ. τριμηνιαῖος· β: σημδ. γαλλ. trimestriel, trimestre (tri- = τρι- 1)]