Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριμελής -ής -ές [trimelís] Ε10 : που τον αποτελούν τρία μέλη: Συγκροτήθηκε ~ επιτροπή εμπειρογνωμόνων. ~ αντιπροσωπεία. Tριμελές πλημμελειοδικείο / πρωτοδικείο. H σύνθεση του δικαστηρίου θα είναι ~. || (ως ουσ.) το τριμελές, για δικαστήριο που συνεδριάζει με τρεις δικαστές.
[λόγ. < ελνστ. τριμελής]