Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρικλοποδιά η [triklopoδjá] Ο24 : 1. τοποθέτηση του ποδιού μου ανάμεσα στα πόδια κάποιου άλλου που κινείται, για να τον κάνω να πέσει. 2. (μτφ., οικ.) ύπουλη ενέργεια για να βλάψω, να υποσκελίσω κπ.· παγί δα: Οι ανταγωνιστές του του βάζουν συνέχεια τρικλοποδιές.
[*τριπλοπο διά με ανομ. [p-p > k-p] < τριπλοπόδ(ης) `τρίποδο δαιμόνιο΄ (< τριπλ(ός) -ο- + πόδ(ι) -ης) -ιά]