Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριθέσιος -α -ο [triθésios] Ε6 : 1. που έχει θέσεις για τρία άτομα: ~ καναπές. Tριθέσιο όχημα. 2. για σχολείο που έχει τρεις οργανικές θέσεις διδακτικού προσωπικού· (πρβ. τριτάξιος): Tο χωριό μου έχει ένα τριθέσιο δημοτικό σχολείο.
[λόγ. τρι- 1 + θέσ(ις) -ιος]