Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριζόνι το [trizóni] Ο44 : έντομο της τάξης των ορθοπτέρων που το αρσενικό του παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο με το τρίψιμο των φτερών του· γρύλος 1: Mέσα στη νύχτα δεν ακουγόταν παρά το τραγούδι των τριζονιών.
[μσν. *τριζόνι (πρβ. μσν. τριτζόνι) < *τριζόνιον υποκορ. του ουδ. τρίζον της μεε. του τρίζω -ιον]