Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριετής -ής -ές [trietís] Ε10 : 1α. που διαρκεί τρία χρόνια: ~ εκπαίδευση / απουσία, τρίχρονη. Tριετές πρόγραμμα / συμβόλαιο, που ισχύει για τρία χρόνια. β. για μαθητή που φοιτά για τρίτη χρονιά στην ίδια τάξη. 2. (λόγ., για πρόσ.) που έχει ηλικία τριών ετών· τρίχρονος.
[λόγ. < αρχ. τριετής]