Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριγμός ο [triγmós] Ο17 : 1. (λόγ.) τρίξιμο: Aκούστηκαν τριγμοί στα θεμέλια του κτιρίου. ΦΡ ~ των οδόντων, για κατάσταση συμφοράς και τρόμου. 2. (μτφ.) ένδειξη για θεσμό που κλονίζεται, που είναι έτοιμος να καταρρεύσει: Άρχισαν οι πρώτοι τριγμοί στην κυβέρνηση. Tριγμοί στα θεμέλια του κράτους / της οικονομίας.
[λόγ. < αρχ. τριγμός]