Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριβή η [triví] Ο29 : 1. η δύναμη που ασκείται σε ένα σώμα, όταν αυτό κινείται σε επαφή με ένα άλλο σώμα: Εσωτερική ~, στο εσωτερικό των σωμάτων. Εξωτερική ~, μεταξύ δύο σωμάτων ή ενός κινητού με ένα ακίνη το σώμα. H ηλέκτριση των σωμάτων γίνεται με ~, με επαφή και με επαγωγή. || (επέκτ.) η φθορά που προκαλεί η τριβή. 2. (μτφ.) α. η πείρα που αποκτά κάποιος ύστερα από μακροχρόνια άσκηση σε ένα επάγγελμα. β. προστριβή, ένταση που προκαλούν οι διαφωνίες: Προσπάθεια για να μη δημιουργούνται σημεία τριβής.
[λόγ. < αρχ. τριβή]