Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριαξονικός -ή -ό [triaksonikós] Ε1 : που έχει τρεις άξονες: Tριαξονικά φορτηγά, για μεγάλα φορτηγά οχήματα που έχουν τρεις άξονες αντί για δύο.
[λόγ. τρι- 1 + αξον- (δες άξονας) -ικός μτφρδ. αγγλ. triaxial (tri- = τρι- 1)]