Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριανταφυλλιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριανταφυλλιά η [triandafilá] Ο24 : φυτό με μορφή θάμνου ή μικρού δέντρου ή και αναρριχώμενο, με αγκαθωτούς βλαστούς, που καλλιεργείται κυρίως για τα πολύ όμορφα λουλούδια του: Kήπος με τριανταφυλλιές. τριανταφυλλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. τριανταφυλλιά < τριαντάφυλλ(ο) -ιά· τριανταφυλλ(ιά) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες