Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριανταφυλλής -ιά -ί [triandafilís] Ε8 & τριανταφυλλί [triandafilí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου, το έντονο ροζ· ρόδινος: Ο ουρανός έχει πάρει ένα χρώμα τριανταφυλλί. H μπλούζα της είχε μια τριανταφυλλιά / τριανταφυλλί απόχρωση. || (ως ουσ.) το τριανταφυλλί, το τριανταφυλλί χρώμα: Tο τριανταφυλλί κυριαρχούσε στο κοριτσίστικο δωμάτιό της.
[τριαντάφυλλ(ο) -ής· τριαντάφυλλ(ο) -ί 4]