Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριαντάρης ο [triandáris] Ο11 θηλ. τριαντάρα [triandára] Ο25α : για πρόσωπο ηλικίας (περίπου) τριάντα ετών: Διαφορετικά σκέφτεται ένας ~ και διαφορετικά ένας εικοσάρης. H Mαρία φαίνεται τριαντάρα, ενώ είναι μεγαλύτερη. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος. Tριαντάρα γυναίκα.
[τριά ντ(α) -άρης· τριαντάρ(ης) -α]