Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριακοστός -ή -ό [triakostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός τριάντα: Είναι ο ~ μαθητής του σχολείου μας που βραβεύτηκε τα τελευταία χρόνια. Εκδόθηκε και ο ~ τόμος της εγκυκλοπαίδειας. Ψηφίζω στο τριακοστό εκλογικό τμήμα. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον εικοστό ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την τριακοστή θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. η τριακοστή: α. η τριακοστή μέρα: Tην τριακοστή πρώτη του μηνός. β. (μαθημ.) η τριακοστή δύναμη. 2. το τριακοστό, το ένα από τα τριάντα ίσα μέρη ενός συνόλου.
[λόγ. < αρχ. τριακοστός]