Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριακοσιοστός -ή -ό [triakosiostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός τριακόσια: H τριακοσιοστή επιτυχούσα του διαγωνισμού. H σύγκρουση έγινε στο τριακοσιοστό χιλιόμετρο της εθνικής οδού Aθήνας-Θεσσαλονίκης. 2. (ως ουσ.): Ο ~ στη σειρά. || το τριακοσιοστό, το ένα από τα τριακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο (ένα) τριακοσιοστό.
[λόγ. < ελνστ. τριακοσιοστός]