Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριήρης η [triíris] Ο γεν. τριήρους, πληθ. τριήρεις, γεν. τριήρεων : αρχαίο πολεμικό πλοίο, γρήγορο και ελαφρό, με τρεις σειρές κουπιά.
[λόγ. < αρχ. τριήρης]