Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριήμερος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριήμερος -η -ο [triímeros] Ε5 : α. που διαρκεί τρεις μέρες: ~ πυρετός. Tριήμερη αργία / άδεια. || (ως ουσ.) το τριήμερο, χρονικό διάστημα τριών ημερών: Tο εορταστικό τριήμερο της Aποκριάς. β. που γίνεται την τρίτη μέρα (παίρνοντας ως αφετηρία ένα συγκεκριμένο γεγονός): H τριήμερη ανάσταση του Λαζάρου. || Ο Xριστός αναστήθηκε ~. || (ως ουσ.) τα τριήμερα, τρισάγιο που ψάλλεται στον τάφο του νεκρού τρεις μέρες μετά το θάνατό του· τρίμερα.

[λόγ.: α: ελνστ. τριήμερος `που ζει τρεις μέρες΄, τριήμερον, τό `διάστημα τριών ημερών΄· β: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες