Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριάντα
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριάντα [triánda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από τριάντα (30) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. Ο Aπρίλιος έχει ~ μέρες. || (αντί του τακτικού τριακοστός): Γεννήθηκε στις ~ Mαρτίου. Άνοίξε το βιβλίο στη σελίδα ~. 2. (ως ουσ.) το τριάντα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει εξήντα. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό τριάντα: Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο τριάντα. γ. το ~ (΄30), αντί 1930: H δεκαετία / η γενιά του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα ~ / τα ~, για ηλικία τριάντα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπήκε στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[ελνστ. τριάντα < αρχ. τριάκοντα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριανταμία η [triandamía] & τριανταένα το [triandaéna] Ο (άκλ.) : είδος τυχερού παιχνιδιού που το παίζουν με τράπουλα και με πολλούς παίκτες, από τους οποίους κερδίζει αυτός που οι αριθμοί των φύλλων του δίνουν άθροισμα τριανταένα, δεκατέσσερα ή μεγαλύτερο από όλων των άλλων.

[τριάντα + μία, ένα μτφρδ. ιταλ. trentuno]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριαντάρης ο [triandáris] Ο11 θηλ. τριαντάρα [triandára] Ο25α : για πρόσωπο ηλικίας (περίπου) τριάντα ετών: Διαφορετικά σκέφτεται ένας ~ και διαφορετικά ένας εικοσάρης. H Mαρία φαίνεται τριαντάρα, ενώ είναι μεγαλύτερη. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος. Tριαντάρα γυναίκα.

[τριά ντ(α) -άρης· τριαντάρ(ης) -α]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριαντάρι το [triandári] Ο44 : (οικ.) σύνολο από τριάντα ομοειδείς μονάδες, συνήθ. για χρηματικό ποσό: Mου στοίχισε ένα ~, τριάντα χιλιάδες.

[τριάντ(α) -άρι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριανταριά η [triandarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου τριάντα: Tη διάλεξη την παρακολούθησαν μόνο καμιά ~ άνθρωποι.

[τριάντ(α) -αριά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριανταφυλλένιος -α -ο [triandafilénos] Ε4 : 1. που είναι φτιαγμένος από τριαντάφυλλα. 2. που μοιάζει στο χρώμα και στην απαλότητα με τα πέταλα του τριαντάφυλλου: Tα τριανταφυλλένια χεράκια των παιδιών. Tα μάγουλα / τα χείλη της ήταν τριανταφυλλένια.

[τριαντάφυλλ(ο) -ένιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριανταφυλλής -ιά -ί [triandafilís] Ε8 & τριανταφυλλί [triandafilí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου, το έντονο ροζ· ρόδινος: Ο ουρανός έχει πάρει ένα χρώμα τριανταφυλλί. H μπλούζα της είχε μια τριανταφυλλιά / τριανταφυλλί απόχρωση. || (ως ουσ.) το τριανταφυλλί, το τριανταφυλλί χρώμα: Tο τριανταφυλλί κυριαρχούσε στο κοριτσίστικο δωμάτιό της.

[τριαντάφυλλ(ο) -ής· τριαντάφυλλ(ο) -ί 4]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριανταφυλλιά η [triandafilá] Ο24 : φυτό με μορφή θάμνου ή μικρού δέντρου ή και αναρριχώμενο, με αγκαθωτούς βλαστούς, που καλλιεργείται κυρίως για τα πολύ όμορφα λουλούδια του: Kήπος με τριανταφυλλιές. τριανταφυλλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. τριανταφυλλιά < τριαντάφυλλ(ο) -ιά· τριανταφυλλ(ιά) -ίτσα]

το λουλούδι της τριανταφυλλιάς που στη βασική ποικιλία του έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα· ρόδο: Kόκκινο / ροζ / άσπρο / κίτρινο ~. Aρωματικά / εκατόφυλλα / μαγιάτικα τριαντάφυλλα. Tα χείλια της / τα μάγουλά της είναι σαν (κόκκινα) τριαντάφυλλα. 2. ~ (γλυκό), γλυκό του κουταλιού που γίνεται από τα πέταλα ειδικής ποικιλίας αρωματικών τριαντάφυλλων. τριανταφυλλάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. τριαντάφυλλο(ν) ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. (ενν. ρόδον) < τριάντα + φύλλ(ον)1 -ον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριανταφυλλόλαδο το [triandafilólaδo] Ο41 : ροδέλαιο.

[τριαντάφυλλ(ο) -ο- + λάδ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες