Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρεχάλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρεχάλα η [trexála] Ο25α : (οικ.) γρήγορο τρέξιμο: Έβαλε / πάτησε μια ~!, άρχισε να τρέχει γρήγορα. || (ως επίρρ.) τρέχοντας: Πήγε / ήρθε / έφυγε ~.

[τρέχ(ω) -άλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες