Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρεμούλα η [tremúla] Ο25α : ακούσια σπασμωδική κίνηση του σώματος: Mε έπιασε ~ από το κρύο / το φόβο / την ταραχή. Ορισμένες ασθένειες των νεύρων εκδηλώνονται με ~ στα χέρια και στα πόδια, με τρόμο 2.
[μσν. *τρεμούλα (πρβ. μσν. τρεμουλιάρης) < *τρεμούρα < τρέμ(ω) -ούρα με ανομ. υγρών [r-r > r-l] ]