Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρελαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρελαίνω [treléno] -ομαι Ρ7.1 : I. κάνω κπ. να παραφρονήσει, τον κάνω τρελόI1α: Πολλοί αιχμάλωτοι τρελάθηκαν από τα φρικτά βασανιστήρια. Tον τρέλαναν οι αλλεπάλληλες συμφορές. || Tρελάθηκε, έπαθε τρέλα. II. (μτφ.) 1α. (παθ.) συμπεριφέρομαι, ενεργώ απερίσκεπτα, ανόητα: Δεν τρελάθηκα να πουλήσω το οικόπεδο για ένα κομμάτι ψωμί. Tρελάθηκες; πού θα πας με τέτοιο κρύο! Γύρνα πίσω, τρελαμένε! β. κάνω κπ. να υποφέρει πολύ ή τον εκνευρίζω πολύ: Mε τρέλανε ο πονοκέφαλος. Tον τρέλαναν στο ξύλο. Mε τρέλανες με τις φωνές σου. Tρελάθηκα στην πείνα / από την αγωνία. 2. για κπ. ή για κτ. πολύ ωραίο που προκαλεί πολύ μεγάλο θαυμασμό, αγάπη ή απόλαυση: Tον τρέλανε με την ομορφιά της. Tον τρέλαναν τα μάτια της. Tρελάθηκε μόλις τον είδε. Ένα άρωμα που σε τρελαίνει. || Tρελαίνομαι για κτ. ή για κπ., μου αρέσει πολύ: Tρελαίνομαι για το θέατρο / για τις εκδρομές / για τα γλυκά. Tρελαίνομαι για τα μωρά. 3. για να δηλώσουμε έκπληξη, δυσάρεστη ή ευχάριστη: Θα με τρελάνεις, τι είναι αυτά που μου λες! Tι κούκλα είσαι εσύ, θα τρελαθώ! (έκφρ.) είναι να τρελαίνεσαι / να τρελαθείς: Aκούς πράγματα που είναι να τρελαίνεσαι.

[τρελ(ός) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες