Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρελάδικο το [treláδiko] Ο41 : (οικ., ειρ.) 1. τρελοκομείο, ψυχιατρείο. 2. για χώρο στον οποίο επικρατεί μεγάλη φασαρία, σύγχυση· τρελοκομείο1β.
[τρελ(ός) -άδικο]