Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραύλισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραύλισμα το [trávlizma] Ο49 : το χαρακτηριστικό της ομιλίας ανθρώπου που τραυλίζει: Οι λογοθεραπευτές αντιμετωπίζουν επιστημονικά το ~. Ένα ελαφρό ~ πρόδιδε τη νευρικότητά του.

[ελνστ. τραύλισμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες