Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραχύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραχύνω [traxíno] -ομαι Ρ8.1 : 1. κάνω κτ. τραχύ, το σκληραίνω. 2. εκτραχύνω.

[λόγ. < αρχ. τραχύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες