Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραχεία η [traxía] Ο25 : (ανατ.) σωλήνας με τοιχώματα που στηρίζονται σε χόνδρινους δακτυλίους, ο οποίος συνδέει το λάρυγγα με τους βρόγχους και από τον οποίο διέρχεται ο αέρας όταν αναπνέουμε· τραχεία αρτηρία. || (ως επίθ.): ~ αρτηρία.
[λόγ. < ελνστ. τραχεῖα ἀρτηρία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραχειακός -ή -ό [traxiakós] Ε1 : που ανήκει στην τραχεία ή που έχει σχέ ση με αυτή: ~ μυς.
[λόγ. τραχεί(α) -ακός]