Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραυματισμός ο [travmatizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τραυματίζω: Σωματικός / ψυχικός ~. Ήταν αυτόπτες μάρτυρες του τραυματισμού μου. Ο βαρύς ~ του τον οδήγησε στο θάνατο, τα τραύματα.
[λόγ. < ελνστ. τραυματισμός]