Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραυματιοφορέας ο [travmatioforéas] Ο21 : α. στρατιώτης του υγειονομικού σώματος που μεταφέρει τους τραυματίες από το πεδίο της μάχης στο χειρουργείο. β. υπάλληλος νοσοκομείου που μεταφέρει τραυματίες ή ασθενείς.
[λόγ. τραυματί(ας) -ο- + αρχ. φορεύς, αιτ. -έα `που μεταφέρει΄]