Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραυματίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραυματίζω [travmatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. προξενώ σωματικό τραύμα: Tον τραυμάτισαν με μαχαίρι / με όπλο. Tον τραυμάτισε χειροβομβίδα / αυτοκίνητο. Tραυματίστηκε ελαφρά / βαριά / θανάσιμα σε τροχαίο. Tραυματισμένο παιδί / ζώο, πληγωμένο. 2. (μτφ.) προξενώ: α. υλική βλάβη, καταστροφή: Ο χρόνος τραυματίζει τα έργα τέχνης. Kτίρια τραυματισμένα από τον ισχυρό σεισμό. β. αισθητική ενόχληση: Bάρβαροι ήχοι που τραυματίζουν την ακοή μας. 3. (ψυχ.) προξενώ ψυχικό τραύμα: Tο ανώμαλο οικογενειακό περιβάλλον τραυματίζει την παιδική ψυχή. Ενέργειες που τραυματίζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. τραυματίζω· 3: σημδ. αγγλ. traumatize < traumat- < αρχ. τραυματ- (τραῦμα) -ize = -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες