Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραυματίας ο [travmatías] Ο3 θηλ. τραυματίας [travmatías] : αυτός που έχει τραύμα ή τραύματα1α: Ο απολογισμός του δυστυχήματος είναι πέντε νεκροί και πολλοί τραυματίες. ~ πολέμου.
[λόγ. < αρχ. τραυματίας· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]