Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραυλισμός ο [travlizmós] Ο17 : διαταραχή του λόγου, που χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη της πρώτης συνήθ. συλλαβής μιας φράσης, από παράταση της χρονικής διάρκειας στην εκφορά μιας συλλαβής ή γενικά από αδυναμία στο ξεκίνημα της άρθρωσης ορισμένων λέξεων ή συμφώνων.
[λόγ. < ελνστ. τραυλισμός]