Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραυλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραυλίζω [travlízo] Ρ2.1α : 1. παρουσιάζω δυσκολία στην άρθρωση των λέξεων, πάσχω από τραυλισμό: Mπερδεύεται η γλώσσα του και τραυλίζει. 2. (μτφ.) μιλώ βρίσκοντας με δυσκολία τις κατάλληλες λέξεις, όταν είμαι σε δυσάρεστη θέση ή πολύ συγκινημένος: Tραύλισε μια δικαιολογία / ένα ευχαριστώ.

[αρχ. τραυλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες