Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρατάρω [tratáro] -ομαι & τρατέρνω [tratérno] -ομαι Ρ6 : (οικ.) προσφέρω, κερνώ, κυρίως γλυκό, ποτό ή καφέ: Kαθίσαμε σε ένα ζαχαροπλαστείο και με τρατάρισε. Ελάτε να τραταριστείτε κάτι!
[μσν. τρατάρω < βεν. tratar -ω· μεταπλ. τρατ(άρω) -έρνω]