Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραπουλόχαρτο το [trapulóxarto] Ο41 : μικρό ορθογώνιο φύλλο από πολύ λεπτό χαρτόνι ή από πλαστικό, που έχει στη μία όψη του τυποποιημένη έγχρωμη φιγούρα ή αριθμό και που χρησιμοποιείται στη χαρτοπαιξία· φύλλο5, χαρτί της τράπουλας: Tα παιδιά παίζουν χτίζοντας σπίτια με τραπουλόχαρτα. H πολυκατοικία γκρεμίστηκε σαν να ήταν από τραπουλόχαρτα, για κτίσμα που δεν έχει στατική αντοχή.
[τράπουλ(α) -ο- + χαρτ(ί) -ο]