Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραπεζομάντιλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραπεζομάντιλο το [trapezomándilo] Ο41 : κομμάτι από ύφασμα ή πλαστικό με το οποίο σκεπάζουν το τραπέζι, κυρίως την ώρα του φαγητού: ~ λινό / υφαντό / άσπρο / καρό / για τετράγωνο τραπέζι / για ροτόντα.

[μσν. τραπεζομάντιλον < τραπέζ(ι) -ο- + μαντίλ(ι) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες