Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραπεζογραμμάτιο το [trapezoγramátio] Ο40 : (οικον.) γραμμάτιο που εκδίδεται από τράπεζα, ειδικά εξουσιοδοτημένη από το κράτος και που κυκλοφορεί υποχρεωτικά όπως το μεταλλικό νόμισμα· χαρτονόμισμα: Στην Ελλάδα κυκλοφορούν τραπεζογραμμάτια των διακοσίων, πεντακοσίων, χιλίων, πέντε και δέκα χιλιάδων δραχμών.
[λόγ. τράπεζ(α) 1 -ο- + γραμμάτιον μτφρδ. γαλλ. billet de banque]