Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραπέζιο το [trapézio] Ο40 : 1. (γεωμ.) το τετράπλευρο του οποίου οι δύο απέναντι πλευρές είναι παράλληλες και άνισες: H μικρή και η μεγάλη βάση του τραπεζίου είναι οι παράλληλες πλευρές του. 2. όργανο γυμναστικής που αποτελείται από μία οριζόντια δοκό που κρέμεται από δύο σκοινιά.
[λόγ.: 1: αρχ. τραπέζιον υποκορ. του αρχ. τράπεζα (δες τράπε ζα 2)· 2: σημδ. γαλλ. trapèze < υστλατ. trapezium < αρχ. τραπέζιον]