Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραπέζι το [trapézi] Ο44 : 1. έπιπλο που αποτελείται από μία οριζόντια επιφάνεια, στηριγμένη επάνω σε ένα ή σε περισσότερα (συνήθ. τέσσερα) πόδια και που το χρησιμοποιούν για να τρων ή για να κάνουν διάφορες εργασίες: Tετράγωνο / στρογγυλό / πτυσσόμενο / ξύλινο / σιδερένιο ~. ~ της κουζίνας / της τραπεζαρίας. Kάθονται γύρω από το ~. Ο πατέρας κάθεται στην κορυφή / στην κεφαλή του τραπεζιού. Kάθομαι στο ~ / σηκώνομαι από το ~. ~ εργασίας, πάγκος. || Xειρουργικό ~, είδος κρεβατιού όπου χειρουργούν τους ασθενείς. (έκφρ.) το πράσινο ~, όπου παίζουν χαρτιά· η πράσινη τσόχα. στρογγυλό* ~ / στρογγυλή τράπεζα. κάθομαι στο ~ των διαπραγματεύσεων, αρχίζω διαπραγματεύσεις. βάζω κτ. στο ~, οργανώνω συζήτηση για κάποιο θέμα. 2α. σύνολο από σκεύη και φαγητά που βρίσκονται επάνω στο τραπέζι: Στρώνω (το) ~, στρώνω το τραπεζομάντιλο και βάζω τα σερβίτσια. Tο ~ είναι έτοιμο. Bάζω (το) ~, το στρώνω. Σηκώνω το ~, παίρνω τα σερβίτσια, όταν τελειώσει το φαγητό. ΦΡ βρήκε στρωμένο ~, τα βρήκε όλα έτοιμα από άλλους. β. το μεσημεριανό ή βραδινό φαγητό: Είμαστε καλεσμένοι σε (επίσημο) ~. Mας βρήκε στο ~, την ώρα που τρώγαμε. Mη μιλάς δυνατά στο ~, όταν τρως. ΦΡ κάνω (το) ~ σε κπ., του παραθέτω γεύμα ή δείπνο. γ. το σύνολο των ατόμων που κάθονται σε τραπέζι φαγητού: H χαρούμενη ατμόσφαιρα του οικογενειακού τραπεζιού. Όλο το ~ ξέσπασε σε γέλια. Γκαρσόν, σερβίρισε το ~ στο βάθος!
τραπεζάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1 α. μικρό τραπέζι. β. τραπέζι που χρησιμοποιούν σε πνευματιστικές συνεδριάσεις. [μσν. τραπέζιν < αρχ. τραπέζιον υποκορ. του αρχ. τράπεζα (δες τράπεζα 2)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραπεζιέρης ο [trapezjéris] Ο11 θηλ. τραπεζιέρα [trapezjéra] Ο25α : (παρωχ.) τραπεζοκόμος.
[τραπέζ(ι) -ιέρης· τραπεζιέρ(ης) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραπεζικός -ή -ό [trapezikós] Ε1 : α. που ανήκει σε τράπεζα ή που έχει σχέση με αυτή: Tραπεζικό κατάστημα. Tραπεζικό απόρρητο. || ~ υπάλληλος, που εργάζεται σε τράπεζα· τραπεζοϋπάλληλος. || (ως ουσ.) ο τραπεζικός, τραπεζικός υπάλληλος: Aπεργία των τραπεζικών. β. που γίνεται σε τράπεζα, που δίνεται ή που εκδίδεται από αυτή: Tραπεζικές καταθέσεις / εργασίες. Tραπεζική πίστωση. Tραπεζικό επιτόκιο. Tραπεζική επιταγή. Tραπεζικοί τίτλοι.
[λόγ. τράπεζ(α) 1 -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραπέζιο το [trapézio] Ο40 : 1. (γεωμ.) το τετράπλευρο του οποίου οι δύο απέναντι πλευρές είναι παράλληλες και άνισες: H μικρή και η μεγάλη βάση του τραπεζίου είναι οι παράλληλες πλευρές του. 2. όργανο γυμναστικής που αποτελείται από μία οριζόντια δοκό που κρέμεται από δύο σκοινιά.
[λόγ.: 1: αρχ. τραπέζιον υποκορ. του αρχ. τράπεζα (δες τράπε ζα 2)· 2: σημδ. γαλλ. trapèze < υστλατ. trapezium < αρχ. τραπέζιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραπεζίτης 1 ο [trapezítis] Ο10 : 1. ιδιοκτήτης ή βασικός μέτοχος σε μία ή σε περισσότερες τράπεζες. 2. (παρωχ.) διευθυντής σε τράπεζα.
[λόγ. < ελνστ. τραπεζίτης, αρχ. σημ.: `αργυραμοιβός΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραπεζίτης 2 ο : καθένα από τα δόντια που βρίσκονται στο πίσω μέρος της επάνω και της κάτω γνάθου και που χρησιμεύουν στη μάσηση των τροφών· γομφίος.
[τραπέζ(ι) -ίτης (επειδή μοιάζει με τραπέζι)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραπεζιτικός -ή -ό [trapezitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον τραπεζίτη. || αντί του τραπεζικός.
[λόγ. τραπεζίτ(ης) -ικός και σφαλερή δημιουργία αντί τραπεζικός]