Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρανός -ή -ό [tranós] Ε1 : α. πολύ μεγάλος σε δύναμη ή σε σπουδαιότητα: ~ άρχοντας / επιστήμονας. || (ως ουσ.): Οι τρανοί της γης. (έκφρ.) μέγας* και ~. || Tρανή απόδειξη, ολοφάνερη. β. (λαϊκότρ., λογοτ.) πολύ μεγάλος σε ανάστημα ή σε ηλικία.
[ελνστ. τρανός `ξεκάθαρος΄ (αρχ. τρανής)]