Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρανσέξουαλ [transéksual] Ε (άκλ.) : για ομοφυλόφιλο που έχει κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αγγλ. transsexual (ορθογρ. δαν.)]