Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρανσέξουαλ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρανσέξουαλ [transéksual] Ε (άκλ.) : για ομοφυλόφιλο που έχει κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αγγλ. transsexual (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες