Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρανζίστορ το [tranzístor] Ο (άκλ.) : 1. εξάρτημα ηλεκτρονικών συσκευών που έχει αντικαταστήσει τις λυχνίες· κρυσταλλολυχνία. 2. φορητό ραδιόφωνο που δουλεύει με τρανζίστορ.
τρανζιστοράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. [λόγ. < αγγλ. transistor]