Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρανεύω [tranévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ., λογοτ.) μεγαλώνω: Tράνεψε το αγόρι κι έγινε άντρας. Tράνευε στην ψυχή του η αγάπη για τη λευτεριά.
[τρα ν(ός) -εύω]