Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραμ
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραμ το [trám] Ο (άκλ.) : όχημα που κινείται με ηλεκτρισμό επάνω σε σιδηροτροχιές (ράγες) στο κατάστρωμα του δρόμου και που εκτελεί αστικές συγκοινωνίες: Στην Ελλάδα τα ~ έχουν αντικατασταθεί από τα τρόλεϊ.

[λόγ. < αγγλ. tram]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραμβαγέρης ο [tramvajéris] Ο11 θηλ. τραμβαγέρισσα [tramvajérisa] Ο27 : οδηγός ή εισπράκτορας σε τραμ.

[λόγ. τραμβάι `τραμ΄ < αγγλ. tramway (ορθογρ. δαν.) -έρης με συμφωνοποίηση του μεσοφ. ημιφ.· τραμβαγέ ρ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραμουντάνα η [tramundána] Ο25α : (ναυτ.) ο βόρειος άνεμος· βοριάς. || το άστρο της τραμουντάνας, ο πολικός αστέρας.

[μσν. τραμουντάνα < ιταλ. tramontana ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τράμπα η [trámba] Ο25α : (λαϊκότρ.) ανταλλαγή εμπορευμάτων και γενικότερα κάθε ανταλλαγή: Kάνω ~.

[τουρκ. trampa < ιταλ. (διαλεκτ.) trampa `εξαπάτηση΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραμπάκουλο το [trabákulo] Ο41 : 1. ογκώδες και αργοκίνητο ιστιοφόρο που έμοιαζε με μπρατσέρα. || (επέκτ.) καράβι παλιό και όχι καλά συντηρημένο· σαπιοκάραβο. 2. (μτφ., οικ., μειωτ.) χοντρή γυναίκα που βαδίζει αργά και δύσκολα σαν να κουτσαίνει.

[βεν. trabacolo ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραμπάλα η [trambála] Ο25 : παιδικό παιχνίδι ανοιχτών χώρων, που αποτελείται από ένα δοκάρι του οποίου το κέντρο στερεώνεται σε μία βάση, έτσι ώστε να μπορεί να ταλαντώνεται, και που σε κάθε άκρη του κάθεται ένα παιδί: Kάνω ~.

[ιταλ. traballa γ' εν. του trabbalare `ταλαντεύομαι΄ ή γ' εν. του βεν. trambalar `παραπαίω από αδυναμία΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραμπαλίζομαι [trambalízome] Ρ2.1β : κάνω τραμπάλα, κουνιέμαι στην τραμπάλα. || κουνιέμαι πέρα δώθε.

[τραμπάλ(α) -ίζομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραμπουκισμός ο [trabukizmós] Ο17 : συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τον τραμπούκο: Ενέργειες τρομοκρατίας και τραμπουκισμού. Kαταγγέλλονται τραμπουκισμοί σε βάρος αντιφρονούντων πολιτών. || (επέκτ.) συμπεριφορά βίαιη και θρασεία.

[λόγ. τραμπούκ(ος) -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραμπούκος ο [trabúkos] Ο18 : μπράβος κομματάρχη ή μέλος παρακρατικής οργάνωσης με δράση σε διαδηλώσεις, εκφοβισμούς και δολοφονίες: Tην παραμονή των εκλογών τραμπούκοι ξυλοκόπησαν πολίτες. || (επέκτ.) αυτός που συμπεριφέρεται με βιαιότητα και με θρασύτητα, για να επιβάλει τις απόψεις του και τη θέλησή του.

[ισπαν. trabucos (πληθ. που θεωρήθηκε εν.) μάρκα πούρων (η ονομασία από την ομοιότητα με trabuco, παλιό τύπο όλμου) που παλιοί πολιτικοί προσφέρανε στους ανθρώπους τους (πρβ. το τραμπούκο `φιλοδώρημα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες