Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρακτέρ το [traktér] Ο (άκλ.) : πετρελαιοκίνητο ή βενζινοκίνητο όχημα με τροχούς κατάλληλους για ανώμαλα και λασπώδη εδάφη, που χρησιμοποιείται για να σέρνει αγροτικά μηχανήματα· γεωργικός ελκυστήρας.
[λόγ. < γαλλ. tracteur]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρακτερωτός -ή -ό [trakterotós] Ε1 : για λάστιχο τροχού με πολύ βαθιές εγκοπές, όπως τα λάστιχα του τρακτέρ: Aυτοκίνητο με τρακτερωτούς τροχούς. || Παπούτσια με τρακτερωτές σόλες.
[λόγ. τρακτέρ -ωτός]