Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρακατρούκα η [trakatrúka] & στρακαστρούκα η [strakastrúka] Ο25α : είδος μικρού πυροτεχνήματος που προκαλεί, με διαδοχικές εκρήξεις, δυνατό θόρυβο: Tη νύχτα της Aνάστασης χαλούσε ο κόσμος από τα βαρελότα και τις τρακατρούκες που έριχνε ο κόσμος.
[ουσιαστικοπ. του ηχομιμ. τράκα τρούκα· ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-tra > tistra > tis-stra] ]