Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρακαδόρος ο [trakaδóros] Ο18 : 1. αυτός που συστηματικά ζητάει από φίλους και γνωστούς μικροπράγματα ή κεράσματα και αποφεύγει έτσι τα καθημερινά μικροέξοδα: Aυτός είναι μεγάλος ~, όλο με ξένα τσιγάρα καπνίζει. 2. αυτός που συνηθίζει να μην επιστρέφει τα μικροποσά συνήθως, που έχει δανειστεί.
[τράκ(α) 3 -αδόρος]